αλθαία

αλθαία
(althaea).Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά ποώδη, μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των μαλβιδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Είναι συγγενικά με τη μολόχα, από την οποία διακρίνονται δύσκολα. Τα φύλλα τους είναι παλαμοειδή, χνουδωτά, με χείλη οδοντωτά ή πριονωτά και τα άνθη τους κόκκινα, ροζ ή ιώδη και σχηματίζουν μασχαλιαίες ή επάκριες ταξιανθίες. Από τα 15 είδη του γένους, πέντε ευδοκιμούν και στην Ελλάδα. Τα είδη αυτά είναι: 1. Α. η φαρμακευτική. Πολυετές φυτό, γνωστό ως νερομολόχα. To ύψος του κυμαίνεται από 0,5 έως 2 μέτρα. Είναι χρήσιμο για τις φαρμακευτικές ρίζες του, το αφέψημα των οποίων έχει μαλακτικές και αντιβηχικές ιδιότητες. 2. Α. η αδρότριχη. Μονοετές, ποώδες φυτό με ιώδη άνθη. 3. Α. η καννάβιος. Πολυετέςφυτό, με ύψος 1-2 μ., που έχει κόκκινα, μεγάλα άνθη. 4. Α. η ωχρή. Έχει άνθη μεγάλα και με έντονο κόκκινο χρώμα. 5. Α. η ροδίνη. Γνωστή ως δεντρομολόχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀλθαία — Ἀλθαίᾱ , Ἄλθαία fem nom/voc/acc dual Ἀλθαίᾱ , Ἀλθαίη fem nom/voc/acc dual Ἀλθαίᾱ , Ἀλθαίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλθαία — ἀλθαίᾱ , ἀλθαία marsh mallow fem nom/voc/acc dual ἀλθαίᾱ , ἀλθαία marsh mallow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλθαίᾳ — Ἀλθαίᾱͅ , Ἄλθαία fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀλθαίᾱͅ , Ἀλθαίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλθαίᾳ — ἀλθαίᾱͅ , ἀλθαία marsh mallow fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλθαία — I Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά Θεστίου και της Ευρυθέμιδας, αδελφή της Λήδας. Πήρε σύζυγό της τον βασιλιά της Καλυδώνας, Οινέα, με τον οποίο απέκτησε τέσσερις γιους, τον Τοξέα, τον Θηρέα, τον Κλύμενο και τον Μελέαγρο, και δύο κόρες, τη… …   Dictionary of Greek

  • Ἀλθαίας — Ἀλθαίᾱς , Ἄλθαία fem acc pl Ἀλθαίᾱς , Ἄλθαία fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀλθαίᾱς , Ἀλθαίη fem acc pl Ἀλθαίᾱς , Ἀλθαίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλθαίας — ἀλθαίᾱς , ἀλθαία marsh mallow fem acc pl ἀλθαίᾱς , ἀλθαία marsh mallow fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλθαίαν — ἀλθαίᾱν , ἀλθαία marsh mallow fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλθαίαν — Ἀλθαίᾱν , Ἀλθαίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλθαίη — ἀλθαία marsh mallow fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”